του Παναγιώτη Μαυροειδή από το αριστερό blog
Έκανε το γύρο της Ελλάδας το βίντεο με την ηλικιωμένη γυναίκα στην Ιερισσό, να υπερασπίζει τον αγώνα και να εξευτελίζει τον στρατό εισβολής των ΜΑΤ στο μικρό χωριό της Χαλκιδικής.
Απλά, τραγουδούσε, μέσα από τη μάσκα της, με σθένος, έμπλεη από δίκιο και θάρρος, μπροστά στους κρυμμένους πίσω από τις ασπίδες και στολές, άντρες των δυνάμεων καταστολής.
Δεν τραγούδησε ούτε τη Μασσαλιώτιδα, ούτε τη Διεθνή, ούτε κανένα άλλο σύγχρονο τραγούδι που υμνεί τον αγώνα και την εξέγερση. Δανείστηκε, για την ανάγκη της περίστασης, αυτό που η ίδια γνώριζε.
‘’Δε μας φοβίζουν μάνα μου οι σφαίρες, τα κανόνια. Μόνο μας φοβίζουνε του Μπιζανιού τα χιόνια’’.
Θα πει κάποιος: ‘’τίποτα περισσότερο από ένα παλαιομοδίτικο τραγουδάκι της εποχής του πρώτου παγκόσμιου πολέμου’’. Από πρώτη άποψη έτσι είναι.
Τι είναι όμως αυτό που, ενδεχομένως, έκανε αυτό το στίχο να επιστρατευτεί ακριβώς τη στιγμή μιας σύγχρονης μάχης, στην οποία δεν αντιπαρατάσσονται εθνικοί στρατοί;
Είναι η δύναμη των ανθρώπων να αναγνωρίζουν και να αντιμετωπίζουν καταστροφές, όπως ένα πόλεμο και κάθε είδους εισβολές στη ζωή τους, όπως πραγματικά είναι. Δηλαδή όχι σαν θεόσταλτες και αναπόδραστες συμφορές, όχι σαν νόμιμες κανονικότητες, αλλά ως ανθρώπινες κατασκευές, υποκειμενικές επιλογές κυβερνήσεων, τάξεων ή κρατών και ως τέτοιες τις αψηφούν, τις περιφρονούν, τις αντιπαλεύουν.
Κάθε κοινωνική μειοψηφία που έχει μετατραπεί σε κυρίαρχη τάξη, βαφτίζει σαν νόμο το δικό της συμφέρον. Έτσι, αυτόματα η αμφισβήτηση των προνομίων της καθίσταται παράνομη.
Έχει επίσης το μονοπώλιο της βίας, μετατρέποντας την αντίσταση στον αυταρχισμό της, σε ‘’παράνομη, τρομοκρατική βία’’.
Πάντα ωστόσο θα υπάρχουν Σπάρτακοι, κομμουνάροι, μπολσεβίκοι, αντάρτες της ζωής, της πόλης, της υπαίθρου και του βουνού, επαναστάτες της σκέψης και της δράσης, στο δρόμο και στο στίχο, που θα χαράζουν ένα άλλο δρόμο, καθ ‘όλα ηθικό και νόμιμο στην πλατιά λαϊκή συνείδηση. Ακόμα και όταν αυτοί σαν πρόσωπα, ομάδες, κόμματα και ρεύματα θα αστοχούν τραγικά, θα γεννιούνται καινούργιοι, καθώς θα επιζεί αυτό το βαθύτερο που επιχείρησαν να αντιπροσωπεύσουν.
Το Μπιζάνι δεν είναι τίποτα άλλο παρά το βουνό της αυτοθυσίας, του θανάτου και της νίκης στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. Αλλά, αυτά τα ‘’χιόνια’’ του Μπιζανιού, που ο στίχος θέλει αυτά και μόνο να φοβόμαστε, δεν είναι ανθρώπινο δημιούργημα, αλλά σπορά της φύσης. Η ύπαρξή τους μας δυσκολεύει σε δοσμένες συνθήκες, πρέπει να τα διαβούμε, να τα ‘’νικήσουμε’’, όχι όμως χωρίς την αναγνώρισή μας και το σεβασμό μας, καθότι αυτά καθόλου δεν ευθύνονται για το ότι αποτελούν το πεδίο διαπάλης των ανθρώπινων ελεεινοτήτων.
Η κοινωνία μας όλη, ακόμη και αν τη φανταστούμε χωρίς τους εισβολείς και τους αφέντες, είναι ένα Μπιζάνι. Με τη δυνατότητα και την ανάγκη να την αλλάξουμε, να την κάνουμε πιο ανθρώπινη, ελεύθερη και δίκαιη, αλλά και με την τάση της προσκόλλησης στις κληρονομημένες συνήθειες και την αποδοχή των άσχημων πραγμάτων. Με το ‘’καθήκον’’ να συγκρουστούμε με το ‘’δε βαριέσαι’’, το ‘’εγώ θα σώσω τον κόσμο;’’, την υποταγή στην εξουσία και τα ψέματά της, αλλά και την ανάγκη να σεβαστούμε πως αυτοί οι ίδιοι οι εργαζόμενοι θα πρέπει να βρουν τα δικά τους βήματα και όχι να ακολουθήσουν σωτήρες.
Το πιθανότερο όλων είναι η γιαγιά της Ιερισσού να μη γνωρίζει διαλεκτική, κάλλιστα όμως μπορεί να την διδάσκει με το δικό της τρόπο. Εξέφρασε σε μια τόση μικρή στιγμούλα το μεγαλείο της αξιοπρέπειας αυτών που απειλείται ο χώρος τους, η ζωή τους, κόντρα σε κάθε κομμένο και ραμμένο στα μέτρα των αφεντάδων νόμο. Αφεντάδων, οικονομικών και πολιτικών, ελλήνων και αλλοεθνών .
Είναι αυτό που δεν πρόκειται να καταλάβει ποτέ κανένας Σαμαράς, Δένδιας ή Βορίδης, αλλά και κάθε άλλος γελοίος άνθρωπος της εξουσίας, που κοιμάται και ξυπνάει ονειρευόμενος επενδυτές και δουλεμπόρους ζωής, ομορφιάς και ελπίδας. Αλλά και αυτοί που δεν νοιώθουν βαθειά ότι η πολιτική, η πραγματική δημοκρατία, η αληθινή επανάσταση και κίνηση προς τα εμπρός, δεν κρίνονται στα εκλογικά ποσοστά, στους σημερινούς θεσμούς της νοθευμένης υποκριτικής δημοκρατίας και στις κοινοβουλευτικές αγορεύσεις, αλλά στη λαϊκή αυτό-οργάνωση και δράση. Και αυτή είναι μια πηγή πανέμορφη και αστείρευτη.
Ναι λοιπόν, η γιαγιά της Ιερισσού, άγνωστη σε όλους εμάς, που έπραξε όπως νόμισε, που αγνοεί τα δικά μας σχόλια και ερμηνείες, αποτελεί πραγματικά τη χιλιοστή συνιστώσα της αξιοπρέπειας του αγώνα… Δεν μπορεί ούτε να συλληφθεί, ούτε να απειληθεί. Γιατί θα μείνει πίσω, ολοζώντανο, ακόμα πιο επικίνδυνο, το κοφτερό ερώτημά της στους σαστισμένους ΜΑΤατζήδες:
‘’εσείς δεν έχετε μανάδες ρε;’’