Φωτογραφία του Τάσου Παπαδόπουλου
ΣΚΟΥΡΙΕΣ, ΟΣΜΗ ΘΑΝΑΤΟΥ
Του Θεοφάνη Παυλίδη*
Χρόνια οδοιπορώντας στο δρυοστόλιστο δάσος των Σκουριών,
το στεφάνι της Χαλκιδικής γης, τον αιώνιο συνομιλητή του λευκοντυμένου Άθω,
ξεκούραζα τη ψυχή μου ανασαίνοντας Αριστοτέλεια πνοή,
Αριστοτέλειο ήθος, Αριστοτέλεια σκέψη.
Περιδιαβαίνοντας δασωμένες πλαγιές, ράχες, κοιλάδες, λιβάδια,
χαράδρες κρυστάλλινων νερών, ένοιωθα δροσιά ανάσας,
οξυγόνωση μυαλού, φύσης γαίμα να κυλά στις φλέβες μου
να γεμίζει το είναι μου, να τρέφει την καρδιά μου.
Βλέπω να βαφτίζουν ανάπτυξη τη δολοφόνια του αέρα σου,
του πράσινου, των νερών σου, της ζωής σου,
το χιόνι σου να χρωματίζεται χρυσού χρώμα,
χάνοντας την λευκότητα, την αγνότητά του.
Βλέπω τα δάση σου να γίνονται χοάνες τάφων φύσης
στις χαράδρες σου να κυλά κίτρινος θάνατος,
να υψώνονται φράγματα υποδοχής μπάζων επεξεργασμένου θανάτου.
Βλέπω φυλακές εμπόρων θανάτου,
χτισμένες από απογόνους λευθερωτών συμμάχων,
να χαρακώνουν το σώμα, να σχίζουν τις σάρκες,
να πίνουν το αίμα της φύσης σου, Σκουριές.
Βλέπω τη φύση σου Χαλκιδική να θρέφει κρεματόριου πυρά,
το δάσος σου, να γίνεσαι στάχτη φτιάξης κίτρινου σαπουνιού θανάτου.
Βλέπω σύγχρονα όρνια κέρδους, συμπράττοντας με τοπικούς δοσίλογους εφιάλτες,
που τάχθηκαν να φυλάττουν Σκουριών Θερμοπύλες, να χτίζουν Άουσβιτς φυλακές,
Νταχάου φύσης κρεματόρια.
Νοιώθω – οσμίζομαι την καμένη σάρκα σου Σκουριές να πνίγει τον αέρα,
να δηλητηριάζει νερά, να αργοπεθαίνει ανθρώπων ζωή.
Μήτρα γης Αλέξανδρου διδαχής, πώς θα δεχθείς
βάρβαρους εισβολείς να βιάσουν το κορμί σου,
να λοιδορήσουν το πνεύμα σου, να κάψουν τη φύτρα σου,
να ξεριζώσουν τα σωθικά σου, να πουλήσουν τα σπλάχνα σου,
να σκεπάσουν με τέφρα θανάτου το πνεύμα σου,
να μολύνουν με δηλητήριο αιώνων μόλυνση,
νάματα πηγών, ροές χειμάρρων, ζωή θάλασσας;
Πολίτη του κόσμου πως μπορείς να απαρνηθείς Αριστοτέλη πνεύμα,
Αριστοτέλη ήθος, Αριστοτέλη πέταγμα λεύθερης σκέψης;
Αριστοτέλη παγκόσμιε, πως αντέχεις η γενέτειρα σου,
να ενδύει τη μορφή του αγάλματός σου με χρυσού θανάτου χρώμα;
Άνθρωπε, φύσης παιδί, πως θα δεχθείς επένδυση θανάτου,
βαλμένη σε Πολυεθνικού Δούρειου Ίππου σωθικά,
ντυμένη με περιτύλιγμα ανάπτυξης, φερόντων δώρα Δαναών;
Ψυχή μου πως ναποστείς την ομορφιά των λογχιζόντων τον ουρανό δρυών,
πώς θα πάψεις να συνομιλείς με τις δρυάδες τους,
πως θα μερέψουν τα μάτια σου στο πρασίνισμά τους,
πως πιά δεν θα ακούς, δεν θα αφουγκράζεσαι,
δεν θα ακουμπάς στη φωνή των θροϊζόντων φύλλων σου;
Άνθρωπε του κόσμου, πως κοιμάσαι χωρίς Ερινύες,
βλέποντας στο θάνατο των Σκουριών,
τον θάνατο του παγκόσμιου δασκάλου σου;
Πως επιτρέπεις, με σκληρότητα Ούννων,
τη θανάτωση του σπιτιού σου, της φύσης σου,
που από το χώμα της είσαι και στο χώμα της θα γύρεις,
για να γίνεις λεύθερη δρυς Σκουριών;
Πως θα πάψεις να σε παίρνουν οι δρύες των Σκουριών,
στο ταξίδι της μουσικής τους, στο τραγούδι των πουλιών τους;
Πως θα πάψεις να ακούς, να γράφεις μελλούμενα,
χωρίς να ακούς, χωρίς να μαντεύεις το θρόϊσμα δρυών φύλλων,
χωρίς η ψυχή σου να ακουμπά τη φύσης πνεύμα;
Άνθρωπε του κόσμου, Έλληνα πνεύματος φύλακα, Ίδρυμα Αριστοτέλειον
πως σιωπάτε, πως αφήνετε τη μάννα γης σας να πονά, να πληγώνεται,
χωρίς να ξεπετιέται ο Λεωνίδας της ψυχής σας,
χωρίς η Σπαρτιάτισσα μάννας σας να σας δίνει Ασπίδα μάχης
με ευχή Επι Τάς στα χείλη, ευχή μάννας στη ματιά της;
Έλληνα βρες τον Σπαρτιάτη μέσα σου και πορεύσου μαζί του
στα στενά των Θερμοπυλών, πολεμώντας τον χείριστο δόλιο εχθρό,
που δώρα πλάνης σκορπώντας, εξαγοράζει συνειδήσεις ασυνείδητων τοπαρχών.
Εκεί παλεύοντας τον καλόν καγαθόν αγώνα,
με όπλα δίκιου γροθιά, ευ πράττειν θέληση,
και αίεν αριστεύειν ευχή πατρώας γης
ζήσε, ή πέθανε, ζώντας αιώνια.
θηγητής Α.Π.Θ., Σχολή Δασολογίας και Φυσικού Περιβάλλοντος