Η Δημόσια μη Διαβούλευση, η Δημόσια Αντίθεση/Κατακραυγή, οι Fast track παρακάμψεις και οι «ΟΧΙ σε όλα» #skouries


Του Σαράντη Δημητριάδη, ομότιμου καθηγητή γεωλογίας ΑΠΘ

Τον τελευταίο καιρό αυξάνονται οι κοινωνικές αντιδράσεις σε πολλά επιχειρούμενα στη χώρα μας μεγάλα, έως και φαραωνικών διαστάσεων, έργα και τις σχετιζόμενες με αυτά επενδυτικές δραστηριότητες. Δεν θα αναφέρω εδώ ποια συγκεκριμένα έργα και ποιες επενδύσεις έχω στο νου μου γιατί είναι πράγματα γνωστά ενώ, αν το επιχειρούσα, θα μου ξέφευγαν και κάποια τέτοια σημαντικά. Μια ματιά στην επικαιρότητα είναι αποκαλυπτική, ενώ οι εμπλεκόμενοι σ’ αυτά με οποιονδήποτε τρόπο και οι αντιδρώντες σ’ αυτά τα ξέρουν και δεν περιμένουν από μένα να τα αποκαλύψω.

Η πρόχειρη αντίδραση από μέρους της άλλης πλευράς, εκείνης των υποστηρικτών της άμεσης και χωρίς πολλά πολλά πραγματοποίησης αυτών των έργων και επενδύσεων, είναι ο χαρακτηρισμός των αντιδρώντων σε κάθε επί μέρους περίπτωση ως οι ’’ΟΧΙ σε όλα’’. Εξ αντιδιαστολής, οι αναφανδόν υποστηρικτές της άμεσης υλοποίησης των έργων και επενδύσεων αυτών -της συχνά αναφερόμενης ως μόνης οδού σωτηρίας μας- θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως οι ’’ΝΑΙ σε όλα’’. Δυσδιάκριτη και συνθλιμμένη μεταξύ των δύο προηγούμενων είναι η ομάδα των ’’ΝΑΙ σε κάποια, ΟΧΙ σε κάποια άλλα’’, κυρίως γιατί αυτή η τελευταία ομάδα δεν έχει ξεκαθαρίσει τα κριτήρια και τις διαδικασίες κατάληξης στην απόφαση για το πού τα ΟΧΙ και πού τα ΝΑΙ. Εν τούτοις, κεντρικό και ουσιαστικό ρόλο ως προς αυτό το τελευταίο οφείλουμε να δεχτούμε πως (πρέπει να) παίζει η ορθή διαδικασία της Δημόσιας Διαβούλευσης.

Έχω ήδη σχολιάσει σε παλιότερα σύντομα άρθρα τα της δημόσιας διαβούλευσης και των παθών της, χωρίς να έχω εξαντλήσει το θέμα -γι’ αυτό και επανέρχομαι. Γιατί πράγματι γίνονται τραγικά, αλλά και σκόπιμα λάθη (μεθοδεύσεις καλύτερα) στη χώρα μας στις περιπτώσεις όπου για την υλοποίηση έργων και σχεδίων εκ του νόμου απαιτείται αλλά και αυτονόητα επιβάλλεται να γίνει δημόσια διαβούλευση με την τοπική κοινωνία η οποία πρόκειται οπωσδήποτε να επηρεαστεί από τα έργα και τα σχέδια αυτά. Και τα ’’λάθη’’ αυτά δεν είναι παρά η με τον ένα ή τον άλλο τρόπο μη κατά το πνεύμα του σχετικού νόμου πραγματοποίηση (η παράκαμψη ουσιαστικά) της διαδικασίας δημόσιας διαβούλευσης. Η οποία, με βάση την κοινή λογική και τις αρχές καλής διοίκησης, πρέπει (θα έπρεπε) να γίνεται:

α) Εγκαίρως: ήδη από τη σύλληψη και αρχική διαμόρφωση ιδεών και προτάσεων για υποψήφια σχεδιαζόμενα έργα από μέρους του Δημοσίου και οπωσδήποτε πριν τη λήψη της όποιας οριστικής απόφασης από αυτό, σε χρόνο δηλαδή όπου όλα τα ενδεχόμενα είναι ακόμα ανοικτά.

β) Με πληρότητα και διαφάνεια: με πλήρη, ειλικρινή και απροκατάληπτη εκ μέρους του Δημοσίου παροχή προς την τοπική κοινωνία όλων των διαθέσιμων πληροφοριών και των ιδεών για τα σχεδιαζόμενα και στη συνέχεια, μετά από, αλλά και κατά τη σύνταξη των μελετών σκοπιμότητας (Στρατηγικών Μελετών Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων), εξαντλητική συζήτηση μεταξύ των αρμόδιων φορέων του Δημοσίου και των συντακτών των μελετών αυτών αφενός, και της τοπικής κατά περίπτωση κοινωνίας (με επιδιωκόμενη τη μέγιστη δυνατή συμμετοχή των πολιτών της όπως και των θεσμικών εκπροσώπων τους: σωματείων, οργανισμών, συλλόγων κ.λπ.) αφετέρου.

γ) Με τη βούληση και δέσμευση της Διοίκησης πως η γνώμη της τοπικής κοινωνίας (αν όχι η καθολική, πάντως η σαφώς υπερέχουσα) θα ληφθεί οπωσδήποτε και σοβαρότατα υπόψη στη σύνταξη και στα συμπεράσματα των μελετών σκοπιμότητας και θα καθορίσει έτσι αποφασιστικά τη συνέχιση ή όχι των σχεδίων προς την τελική τους μορφή και στη συνέχεια στην υλοποίησή τους. Πριν την οποία και πάλι θα ζητηθεί η σύμφωνη γνώμη της τοπικής κοινωνίας επί της καταληκτικής ΜΠΕ, η οποία πρέπει να εξετάζει ουσιαστικά και όχι προσχηματικά μόνο την εκδοχή και της μηδενικής λύσης, της μη πραγματοποίησης του συζητούμενου έργου δηλαδή.

Σκοπός των τριών παραπάνω (πρέπει να) είναι η όσο το δυνατόν πιο έγκαιρη και ουσιαστική συμμετοχή του κοινού επί των σχεδιαζόμενων και επί των σχετικών αποφάσεων, ιδίως όταν αυτά εκτιμάται πως μπορούν να επηρεάσουν το περιβάλλον, τις υπάρχουσες παραγωγικές δραστηριότητες του τόπου και τη δημόσια υγεία.

Όσο και αν τα προηγούμενα μοιάζουν σε κάποιους υπερβολικά πολλά και αυστηρά, ενώ σε κάποιους άλλους πως συνιστούν τροχοπέδη στην υλοποίηση έργων και εμπόδια στην προσέλκυση επενδύσεων, η πραγματικότητα έχει δείξει πως, αντίθετα, η αγνόηση και η παράκαμψή τους είναι εκείνη που δημιουργεί τέτοια εμπόδια. Γιατί η αγνόηση και παράκαμψή τους έχει τις εξής διαπιστωμένες στην πράξη επιπτώσεις:

Η πρώτη και κύρια είναι πως η έλλειψη διαπιστωμένης αποδοχής από την τοπική κοινωνία για τα σχεδιασθέντα (και συνήθως υπερπροβληθέντα) έργα έχει ως συνέπεια την αντίθεσή της σ’ αυτά όταν φτάσει η ώρα της υλοποίησής τους. Αντίθεσης που μπορεί να οφείλεται είτε σε ελλιπή πληροφόρηση όσον αφορά τα τεχνικά χαρακτηριστικά τέτοιων έργων, είτε, στις περισσότερες περιπτώσεις, σε πολύ εύλογες και δικαιολογημένες ανησυχίες για πλευρές τέτοιων έργων που αγνοήθηκαν ή υποτιμήθηκαν κατά τους σχεδιασμούς και που αφορούν την προστασία του περιβάλλοντος (το οποίο είναι και συνταγματικά κατοχυρωμένο ως ένα αυτόνομα προστατευόμενο αγαθό), την προστασία των ήδη υφιστάμενων στον τόπο παραγωγικών δραστηριοτήτων και την προστασία της δημόσιας υγείας. Με έναν επί πλέον παράγοντα που συντελεί στην αντίδραση, το δικαιολογημένο αίσθημα αγανάκτησης για την περιφρόνηση που ως πολίτες με δικαιώματα υφίστανται οι αντιδρώντες από την αγνόησή τους σε θέματα καίριας σημασίας για τη ζωή τους. Το αποτέλεσμα είναι δυναμικές κινητοποιήσεις της τοπικής κοινωνίας και σειρά προσφυγών κατά του κάθε στην περίπτωση έργου σε διοικητικά δικαστήρια. Με συνήθη κατάληξη είτε την ακύρωση των έργων αυτών, είτε την επ’ αόριστον αναβολή της υλοποίησής τους. Πράγμα που δεν είναι βέβαια εξ ανάγκης κακό, επειδή δεν είχε προηγουμένως διαπιστωθεί, με τη σύμφωνη γνώμη και της τοπικής κοινωνίας, ότι η πραγματοποίηση του κάθε τέτοιου έργου θα είχε τελικά θετικό συνολικό αποτέλεσμα.

Η άλλη επίπτωση είναι η, εξαιτίας της επανάληψης τέτοιων κακοστημένων και τελικά αποτυχημένων από μέρους του Δημοσίου προσπαθειών, εγκαθίδρυση ενός καθολικού αισθήματος δυσπιστίας στην κοινωνία ως προς την ορθότητα των αποφάσεων και πράξεων της Διοίκησης και, κυρίως, της υποψίας (εύλογης πολλές φορές) πως η επιβολή στην πραγματικότητα τέτοιων αμφισβητούμενης, ή έστω μη γενικής αποδοχής έργων δεν αποβλέπει στην εξυπηρέτηση του κοινωνικού συνόλου και στο δημόσιο συμφέρον, αλλά μάλλον στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων συγκεκριμένων επιχειρηματικών ομίλων που μέσω των υπερδραστήριων λόμπυ τους επηρεάζουν τους σχεδιασμούς και τις αποφάσεις της εκάστοτε κυβέρνησης. Και αυτό το αίσθημα δυσπιστίας είναι πολύ δύσκολο να εξαλειφθεί, ενώ διαρκώς ενισχύεται με κάθε νέα προσπάθεια επιβολής κάποιου άλλου έργου από πλευράς Δημοσίου, προσπάθειας που δεν είναι εντελώς ξεκάθαρη, κατανοητή από τους πολλούς, εξαντλητικά τεκμηριωμένη και τελικά κοινωνικά πλήρως αποδεκτή.

Μια τέτοια δυσπιστία και αμφισβήτηση γενικότερα για πράξεις της Διοίκησης πανθομολογούμενα υπάρχει στην ελληνική κοινωνία. Και οφείλεται, θα ισχυριστώ, κυρίως στην με ιστορική συνέχεια εκ προοιμίου (σχεδόν κατά συνθήκη) αντίληψη και αντιμετώπιση από τους εκάστοτε κυβερνώντες της κοινωνίας των πολιτών ως περίπου του άμαθου, αν όχι του εχθρού, λαού. Που στερείται της ικανότητας να σταθμίσει ορθολογικά τα πράγματα και να πάρει τις σωστές αποφάσεις για αυτά που τον αφορούν άμεσα. Τις οποίες σωστές αποφάσεις, νομίζουν οι κυβερνώντες, πως μόνο εκείνοι μπορούν να πάρουν και εφαρμόσουν, διακηρύττοντας κιόλας ενίοτε πως κάποιο έργο πρέπει να προχωρήσει και να υλοποιηθεί ’’πάση θυσία’’ (θυσία από μέρους των πολιτών βεβαίως). Το χειρότερο βέβαια είναι πως συχνά οι κυβερνώντες αποφασίζουν για έργα με γνώμονα το δικό τους κυβερνητικό συμφέρον. Το δε ακόμα πιο χειρότερο είναι πως ενίοτε -για να είμαι συμμαζεμένος- αποφασίζουν με γνώμονα κάποιο επιχειρηματικό και μόνο συμφέρον. Αυτή λοιπόν η καθεστωτική αντίληψη καταστρέφει κάθε γέφυρα αμοιβαίας εμπιστοσύνης και συνεννόησης μεταξύ κοινωνίας και διοικητικών θεσμών. Ταυτόχρονα, η αντίληψη αυτή δεν επιτρέπει την συνεχή εκπαίδευση της κοινωνίας στην ελεύθερη, διεξοδική και ορθολογική αντιμετώπιση των προβλημάτων. Αντίθετα, λειτουργώντας ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία, εξαναγκάζει την κοινωνία να αντιμετωπίζει τα πάντα με δυσπιστία -που συχνά δεν είναι και αδικαιολόγητη εδώ που τα λέμε.

Θα μπορούσε βέβαια να ισχυριστεί κάποιος πως με υπάρχουσα και εδραιωμένη αυτήν την δυσπιστία της κοινωνίας απέναντι στην Διοίκηση και τις αποφάσεις της, καμία δημόσια διαβούλευση δεν θα κατέληγε με τους πολίτες να επικροτούν την πραγματοποίηση του οποιουδήποτε μεγάλου έργου ή επένδυσης. Επειδή η κοινωνία των πολιτών κατά πλειοψηφία κατέχεται (δήθεν) σήμερα από το σύνδρομο του ΟΧΙ σε όλα. Και πως σε αντιστάθμισμα, σωστά κάνει η Διοίκηση (οι εκάστοτε κυβερνώντες) που ψάχνει να βρει τρόπους ελλιπούς εφαρμογής / παράκαμψης / ακύρωσης της διαδικασίας δημόσιας διαβούλευσης. Με μεθόδους όπως τις Fast track διαδικασίες, ή τις υποτυπώδεις και αποκρυβόμενες από τους πολλούς, χαμηλής πτήσης ’’διαβουλεύσεις’’ κλειστού κύκλου -ή καλύτερα κλειστού κυκλώματος. Με την πραγματική κοινωνία να παραμένει εντελώς στο σκοτάδι για τα σχεδιαζόμενα. Τα οποία της τα παρουσιάζουν μετά ως ειλημμένες αποφάσεις με ήδη υπογεγραμμένα συμβόλαια ανάθεσης των έργων. Και το μόνο που της κάνουν τη χάρη είναι να την ’’ενημερώνουν’’ για το πόσο καλό και χρήσιμο είναι το έργο που αποφασίστηκε γι’ αυτήν χωρίς όμως αυτήν. Και τα σκυλιά δεμένα.

Στα παραπάνω έχω να παρατηρήσω πως: για τη μεν εδραιωμένη δυσπιστία της κοινωνίας απέναντι σε σχεδιασμούς και έργα της Διοίκησης, το φταίξιμο είναι αποκλειστικά της δεύτερης. Και εντελώς δική της η ευθύνη για την αναστροφή του κλίματος από δυσπιστία σε εμπιστοσύνη. Ευθύνη όμως που η Διοίκηση προφανώς δεν έχει συνειδητοποιήσει ακόμα -αφού συνεχίζει σε ό,τι αφορά τα σχεδιαζόμενα και ’’επιβαλλόμενα’’ έργα τις πρακτικές που δυναμιτίζουν τις σχέσεις της με την κοινωνία- και που δεν φαίνεται να την συνειδητοποιεί και στο προβλεπτό μέλλον. Για την δε (δήθεν) αναγκαιότητα των Fast track διαδικασιών και των άτεχνων και γελοίων παρακάμψεων της διαδικασίας δημόσιας διαβούλευσης, θα έλεγα πως θα αποδειχθεί στην πράξη πως όχι μόνο δεν θα πετύχουν το στόχο για τον οποίο επιστρατεύονται αλλά, αντίθετα, θα επιτείνουν το κλίμα αντίδρασης στην πραγματοποίηση των ’’σωτήριων’’ και μεγαλεπήβολων έργων και επενδύσεων. Για όσο τουλάχιστον θα παραμένει απαράδεκτα υποβαθμισμένος ο αποφασιστικός ρόλος των τοπικών κοινωνιών.

Όσοι και όσο σπέρνουν μη σωστή διαβούλευση με τις τοπικές κοινωνίες, θα εισπράττουν την κατακραυγή τους. Γιατί τελικά το καθολικό ΟΧΙ δεν εκπορεύεται κατ’ αρχήν από την κοινωνία των πολιτών και δεν αφορά όλα τα έργα. Εκπορεύεται από τη Διοίκηση και αφορά όλες τις παρακαμφθείσες και μη πραγματοποιηθείσες διαβουλεύσεις με την κοινωνία: του παρελθόντος, του παρόντος και, όπως φαίνεται δυστυχώς, και του μέλλοντος. Είναι τα δικά της ΟΧΙ, της Διοίκησης, σε κάθε, όπως θα έπρεπε και όπως θα πρέπει, σωστή διαβούλευση.

Υ.Γ. Αναφέρομαι στο πνεύμα του νόμου για τη δημόσια διαβούλευση επειδή αυτό είναι που έχει (πρέπει να έχει) τη βαρύνουσα και ουσιαστική σημασία. Όπως συμβαίνει συχνά, το γράμμα του σχετικού νόμου (των σχετικών ευρωπαϊκών οδηγιών και της μεταφοράς τους στο εθνικό δίκαιο) έχει διαμορφωθεί στις λεπτομέρειές του με την πιεστική, όπως πάντα, παρέμβαση των πανίσχυρων επιχειρηματικών λόμπυ στις Βρυξέλλες. Έτσι ώστε να αφήνονται παραθυράκια για την καταστρατήγηση στην πράξη του πνεύματός του. Καταστρατήγηση που κάνει να φαίνεται νομότυπη η κάθε ’’προσεγμένη’’ μεθόδευση παράκαμψης της ορθά, όπως θα έπρεπε να γίνεται, διαβούλευσης.

Σχετικά και:

Ο αδειοδότης Μανιάτης #skouries


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.