Ν.Αμερική, λεηλασία των φυσικών πόρων, πολυεθνικές και αντιστάσεις


Από provo.gr

Multitud-en-la-plaza-principalΉταν Δεκέμβριος του 1999 στην Βολιβία, σε μια άγνωστη σε μας πόλη με το όνομα Cochabamba, όταν οι κάτοικοι της ξεχύθηκαν στους δρόμους προκειμένου να εμποδίσουν την ιδιωτικοποίηση του νερού της (ούτε πούλημα, ούτε ξεπούλημα…). Μέχρι τον Απρίλιο του 2000, το μεγαλύτερο μέρος της χώρας συγκλονίστηκε από τον αγώνα των κατοίκων της περιοχής και των αλληλέγγύων, οι οποίοι με την σειρά τους πρόσθεσαν στις κινητοποιήσεις και δικά τους αιτήματά. Για 4 μήνες περίπου και παρά την σκληρή καταστολή, οι αρχές της χώρας αντιμετώπισαν το φάσμα μιας γενικής εξέγερσης, από όλες τις καταπιεζόμενες κοινωνικές ομάδες της χώρας.(1) Τελικά, υπό την ασφυκτική πίεση των αγωνιζόμενων, η κυβέρνηση αναγκάστηκε να υποχωρήσει ακυρώνοντας την «επένδυση».(2)

Το παρακάτω άρθρο(3) της Philippa DeBossier, γράφτηκε με αφορμή τα 15 χρόνια της νικηφόρας εξέγερσης και επιλέχθηκε για να καταδείξει πως παρά την απόσταση, οι συνθήκες που χωρίζουν τους κατοίκους της Ν.Αμερικής από εμάς ( Χαλκιδική, Κερατέα κ.α.), δεν είναι καθόλου μεγάλες, ειδικότερα όταν έχουμε να κάνουμε με υπερχρεωμένα κράτη, πανίσχυρες επιχειρήσεις και ανθρώπους που αντιστέκονται στην καταστροφή των ζωών τους.(4)

«Βολιβία: 15 χρόνια μετά την εξέγερση για το νερό της Cochabamba, απόηχοι σε νέες υποθέσεις επιχειρηματικής κατάχρησης»

Δεκαπέντε χρόνια πριν περίπου, τον ίδιο μήνα (απρίλιο), ο λαός της Cochabamba στη Βολιβία, ήταν ο νικητής στην διάσημη, πλέον, αναμέτρηση του με μια από τις πιο ισχυρές πολυεθνικές εταιρείες στον κόσμο, σε αυτό που έγινε γνωστό ως «Η εξέγερση για το νερό της Cochabamba». Η προσπάθεια του αμερικανικού πολυεθνικού γίγαντα στον τομέα της μηχανικής, Bechtel, να ιδιωτικοποιήσει τα αποθέματα και το σύστημα ύδρευσης της περιοχής απέτυχε θεαματικά όταν οι άνθρωποι της Cochabamba ανάγκασαν την κυβέρνηση να διώξει την πολυεθνική από τη χώρα και να επανακτήσουν τα δικαιώματά τους, πάνω σε μια από τις πιο βασικές ανθρώπινες ανάγκες στον πλανήτη.
Για τους ανθρώπους σε όλο τον κόσμο, αυτή η μεγάλη νίκη επί των πολυεθνικών στην περιοχή των Άνδεων, αποτελεί απόδειξη ότι ένας άλλος κόσμος είναι πράγματι δυνατός, αλλά αναδεικνύει επίσης, τρεις βασικούς παράγοντες στην μάχη κατά της εξουσίας των επιχειρήσεων στη Νότια Αμερική: – το πόσο εύκολος είναι ο δρόμος, για τις ξένες εταιρείες ώστε να πάρουν τον έλεγχο των δασών, των υδάτων και των εδαφών της ηπείρου, – τις ζημιές που αυτές προκαλούν με τις δραστηριότητές τους και – τον τρόπο με τον οποίο οι τοπικοί πληθυσμοί πολεμούν ενάντια στην εντεινόμενη επίθεση κατά των φυσικών τους πόρων και της αυτοδιάθεσης τους.
Για την Bechtel, ο δρόμος για την Βολιβία και τα συστήματα υδροδότησής της, ανοίχτηκε εξ αιτίας των όρων δανειοδότησης που διαμορφώθηκαν από την «συναίνεση της Ουάσινγκτον»(5) (κάτι σαν το δικό μας μνημόνιο).
Στα τέλη της δεκαετίας του 1990, η Παγκόσμια Τράπεζα ζήτησε από τη Βολιβία να ιδιωτικοποιήσει το νερό της Cochabamba, ως προϋπόθεση για περαιτέρω δανεισμό προκειμένου να επεκτείνει το σύστημα ύδρευσης της. Το 1999, η κυβέρνηση της Βολιβίας συμφώνησε και υπέγραψε ένα πλουσιοπάροχο μίσθωμα διάρκειας 40 ετών, με μια θυγατρική της Bechtel η οποία φρόντισε σύντομα να ανεβάσει το κόστος του νερού. Οι τιμές αυξήθηκαν κατά 50% και σε κάποιες περιπτώσεις διπλασιάστηκαν. Το αποτέλεσμα για τους απλούς Cochabambinos (κατοίκους της περιοχής) ήταν καταστροφικό, με πολλές οικογένειες να αναγκάζονται να επιλέξουν,(λόγω κόστους), ανάμεσα σε βασικά αγαθά όπως το καθαρό νερό ή η τροφή. Άνθρωποι από όλη την περιοχή απάντησαν οργισμένα σε αυτήν την ενέργεια, αποκλείοντας τρεις φορές ολόκληρη την πόλη με μπλόκα, πορείες και γενικές απεργίες. Παρά την άγρια κρατική καταστολή που άφησε έναν έφηβο νεκρό και εκατοντάδες τραυματίες, οι διαδηλωτές κατάφεραν να διώξουν την Bechtel από τη χώρα και να ανακτήσουν την ύδρευση τους πετυχαίνοντας μια νίκη που αντηχεί μέχρι σήμερα ακόμα και σε παγκόσμιο επίπεδο.

Camiones grandes bloqueando las calles

Σήμερα, στη Νότιο Αμερική του 2015, τα ίδια θεμελιώδη θέματα σχετικά με την κυριαρχία των πολυεθνικών και την αντίσταση απέναντι σε αυτές, επανέρχονται σε τρεις τρέχουσες υποθέσεις που αφορούν ισχυρές ευρωπαϊκές πολυεθνικές, όπως περιγράφονται και σε μια πρόσφατη έκθεση με τίτλο: Corporate Conquistadors(6) (επιχειρήσεις- κατακτητές). Στο Περού, η ισπανική Repsol απειλεί όχι μόνο την αυτοδιάθεση, αλλά και την ίδια την ύπαρξη των τοπικών κοινοτήτων των ιθαγενών , καθώς προωθείται όλο και περισσότερο στα εύθραυστα οικοσυστήματα του Αμαζονίου, σε μια ακόρεστη αναζήτηση της για νέα αποθέματα πετρελαίου και φυσικού αερίου. Στα νότια του Περού, στην περιοχή του Espinar, η εταιρία Swiss Commodities και ο μεταλλευτικός όμιλος Glencore Xstrata ισοπεδώνουν κυριολεκτικά με τις μπουλντόζες τους τα δικαιώματα των τοπικών πληθυσμών, μέλη των οποίων καταγγέλλουν την καταστροφή των λιγοστών αποθεμάτων νερού, από τα μεγάλα εξορυκτικά έργα του Tintaya και Antapaccay. Τέλος, ο ιταλο-ισπανικός ενεργειακός κολοσσός Enel-Endesa έχει προγραμματίσει να πλημμυρίσουν περίπου 8.500 εκτάρια γεωργικών εκτάσεων, ζωτικής σημασίας, στις περιοχή Huila, στην Κολομβία, για την οικοδόμηση ενός φράγματος 400MW με στόχο την παραγωγή φθηνής ενέργειας, είτε για εξαγωγή, είτε για να θέσει σε κίνηση ένα νέο πρόγραμμα γιγαντιαίων εξορύξεων και εγκαταστάσεων φυσικού αερίου.
Δεκαπέντε χρόνια μετά την εξέγερση του νερού στη Βολιβία, η κλιμακούμενη ισχύς των εταιρειών, που προκύπτει από τους όρους δανειοδότησης (μνημόνια)(7), έχει δημιουργήσει ένα δημοφιλή μύθο μεταξύ των συντηρητικών κυβερνήσεων της περιοχής. Μύθο που λέει ότι η εξασφάλιση Άμεσων Ξένων Επενδύσεων (ΑΞΕ)(8) είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της οικονομικής ανάπτυξης, ανεξάρτητα από το όποιο κόστος επιφέρουν. Ακριβώς όπως οι δυνάμεις από τον «ανεπτυγμένο κόσμο», βρίσκονται σε ένα ξέφρενο ανταγωνισμό μεταξύ τους για τον έλεγχο των φυσικών πόρων, έτσι αντίστοιχα και οι εθνικές κυβερνήσεις σε όλη την Λατινική Αμερική, ανταγωνίζονται για την προσέλκυση επενδυτών. Σε συνδυασμό με αυτή την αρπαγή των πόρων από τις εταιρίες, πραγματοποιείται και μια βαθύτερη ιδεολογική και πολιτική επίθεση, που επιτρέπει στις πολυεθνικές να εδραιώσουν μία όλο και μεγαλύτερη εξουσία επί των τοπικών κυβερνήσεων που έχουν ήδη αποδυναμωθεί έπειτα από δεκαετίες νεοφιλελεύθερης πολιτικής. Στο Περού οι δυναμικές αυτές είναι ξεκάθαρες: τόσο η Repsol όσο και η Glencore Xstrata εμπλέκονται άμεσα και καθοδηγούν την άσκηση πίεσης προς την κυβέρνηση, για μια ευρεία απορρύθμιση, κρίσιμων κανόνων της περιβαλλοντικής νομοθεσίας, προς όφελος της ακόρεστης δίψας τους για την εκμετάλλευση των φυσικών πόρων. Οι πολιτικοί της χώρας, υιοθέτησαν υπάκουα αυτά τα αιτήματα των ετιαρειών, σε ένα νέο πακέτο μεταρρυθμίσεων το 2014. Παράλληλα στην Κολομβία, η Enel-Endesa χρησιμοποίησε την αμφισβητούμενη δέσμευση της κυβέρνησης για «διατήρηση της εμπιστοσύνης των επενδυτών», ως όπλο εναντίον της, πιέζοντας σε τρεις διαφορετικές περιπτώσεις, για πιο χαλαρούς όρους λειτουργίας των δραστηριοτήτων της, οι οποίες επηρεάζουν άμεσα τις τοπικές κοινότητες.

Barricada plaza principal
Ξανά και ξανά, ο ισχυρισμός ότι χαρίζοντας τους φυσικούς πόρους αποτελεί την είσοδο σε μια καλύτερη ζωή, έχει αποδειχθεί καταστροφικά ψευδής. Στο Περού, οι αυτόχθονες πληθυσμοί οι οποίοι κατοικούν στον Αμαζόνιο από αμνημονεύτων ετών, βλέπουν τους παραδοσιακούς τρόπους ζωής τους να αποδεκατίζονται σε μόλις λίγες δεκαετίες, καθώς η ταχεία εκβιομηχάνιση και μια σειρά από διαρροές τοξικών ουσιών έχουν επηρεάσει την ικανότητά τους να κυνηγούν και να ψαρεύουν. Στο Espinar, πλούσια περιοχή σε χαλκό και σίδηρο, τα μέλη της τοπικής κοινότητας κατέθεσαν στη Σύνοδο Κορυφής της COP20 (Συνέδριο για το κλίμα, Δεκέμβρης 2014) στη Λίμα, πώς έμειναν άποροι έπειτα από διαρροή βαρέων μετάλλων που προέρχονται από τις δραστηριότητες εξόρυξης της Glencore Xstrata αφανίζοντας τα κοπάδια των ζώων τους. Η ίδια ιστορία επαναλαμβάνεται και στην Huila, όπου οι άνθρωποι που αγωνίστηκαν για τα δικαιώματα στη γη τους κατά τη διάρκεια των αγροτικών εξεγέρσεων του 1970, τώρα υφίστανται βίαιες εξώσεις, προκειμένου να «καθαρίσει» ο χώρος για την κατασκευή ενός γιγαντιαίου φράγματος της Enel- Endesa. Όπως η Bechtel δεκαπέντε χρόνια νωρίτερα, έτσι και η Glencore Xstrata αλλά και η Enel-Endesa, επωφελούνται από την στήριξη και την κατασταλτική δράση των δυνάμεων του κράτους στη διεκδίκηση των «δικαιωμάτων» τους πάνω σε πρώτες ύλες, έναντι των πολιτών.
Και πάλι όμως, όπως στην Cochabamba, οι λαοί των περιοχών αναλαμβάνουν δράσεις προκειμένου να απορρίψουν το μοντέλο ανάπτυξης που προωθείται από ξένους επενδυτές σε συνεργασία με τις εθνικές κυβερνήσεις. Στην Huila, η Ένωση των ατόμων που έχουν προσβληθεί από το φράγμα Quimbo (ASOQUIMBO), προσπαθούν να κλείσουν τις επιχειρήσεις της Enel-Endesa, συμμετέχοντας σε δράσεις όπως απεργίες, καταλήψεις και αντίσταση σε εξώσεις, πετυχαίνοντας να καθυστερήσουν το έργο πάνω από ένα χρόνο , σπρώχνοντας επίσης το κόστος, πολύ πάνω από τον προϋπολογισμό. Απεργία έγινε επίσης στις εργασίες εξόρυξης της Glencore Xstrata στην Espinar. Τον Μάιο του 2012, το “Ενωμένο Μέτωπο για την Υπεράσπιση των Συμφερόντων του Espinar” (FUDIE) ήρθε αντιμέτωπο με την αστυνομική βία που στοίχισε τη ζωή σε δύο άμαχους. Απτόητοι, πολλοί από εκείνους που ζουν στη σκιά των μεταλλείων Tintaya και Antapaccay, συμπεριλαμβανομένου του πρώην δημάρχου της περιοχής, συνεχίζουν να αμφισβητούν την Glencore Xstrata παρά το γεγονός ότι απειλούνται με βαριές ποινικές διώξεις και δεκαετίες φυλάκισης. Όπως και στην Espinar, υπήρξαν καταγγελίες από την κοινότητα Awajún, για ύπουλα παιχνίδια στον Αμαζόνιο, με τη Repsol να κατηγορείται για τη διείσδυση σε κινήματα (εξαγορά) σε μια προσπάθεια να διαιρέσει και να αποδυναμώσει κάθε αντίσταση.

Ιδιωτικοποίηση+νερού+στην+Βολιβία
Υπάρχει μια συνθήκη σε όλα αυτά που είναι εντελώς διαφορετική από ό, τι στην Cochabamba πριν από δεκαπέντε χρόνια: η επιτάχυνση της κλιματικής κρίσης και οι τρόποι με τους οποίους αυτή, εντείνει τις επιπτώσεις της. Η ακόρεστη δίψα της Repsol για τα ορυκτά καύσιμα, ωθεί στα άκρα τις προσπάθειες για εξερεύνηση πετρελαίου και φυσικού αερίου, θέτοντας σε κίνηση μια αργή, βιομηχανικού τύπου, γενοκτονία των αυτοχθόνων πληθυσμών που ζουν στην περιοχή του Αμαζονίου που ανήκει στο Περού. Η πίεση της Glencore Xstrata στις κοινότητες στο Espinar, τις έχει κάνει πολύ ευάλωτες στην κλιματικές αλλαγές με την μεγάλη της όρεξη για τους υδάτινους πόρους οι οποίοι έχουν ήδη επηρεαστεί από την τήξη των παγετώνων.Η καταστροφή του Τροπικού δάσους και η εκπομπή μεθανίου από το υδροηλεκτρικό φράγμα της Enel Endesa στο El Quimbo, έχει επηρεάσει την βιομηχανία fracking της Κολομβίας. Αν και εμφανίζονται με ένα προσεκτικά σχεδιασμένο «πράσινο περιτύλιγμα» (βλέπε βιολογικό) και αναμασώντας μύθους περί Εταιρικής Κοινωνικής Ευθύνης, είναι χαρακτηριστικό, πως κάθε μία από αυτές τις πολυεθνικές, όχι μόνο επηρρεάζουν αρνητικά την κοινωνική δικαιοσύνη στην Νότια Αμερική, αλλά επιδρούν ταυτόχρονα και στην αλλαγή του κλίματος, με καταστροφικές συνέπειες για όλο τον κόσμο.
Στον απόηχο της εξέγερσης της Cochabamba, η Bechtel επανήλθε με μία απαίτηση 50εκ δολαρίων εναντίον της Βολιβίας, στο εμπορικό δικαστήριο της Παγκόσμιας Τράπεζας επιδιώκοντας όχι μόνο την επιστροφή των μικροσκοπικών ποσών που επένδυσε, αλλά και τα μελλοντικά κέρδη. Η Bechtel έχασε την δικαστική μάχη, ως αποτέλεσμα μιας παγκόσμιας κινητοποίησης όπου άνθρωποι από όλες τις ηπείρους ανέπτυξαν συντονισμένη δράση. Τα σημερινά τοπικά κινήματα αντίστασης στο Περού και την Κολομβία, χρειάζονται επίσης τη διεθνή αλληλεγγύη. «Για να αντιμετωπιστεί ο παγκοσμιοποιημένος νεοφιλελευθερισμός, χρειάζεται αντίστοιχα μια παγκοσμιοποίηση της αλληλεγγύης», επεσήμανε μία ντόπια ακτιβίστρια που αντιστέκεται στο φράγμα Quimbo , συνδέοντας τους ανθρώπους πέρα ​​από τα σύνορα προκειμένου να αντιμετωπιστεί ένας υπερεθνικός εχθρός. Τα ολοένα και πιο δυνατά ξεσπάσματα ενός κλίματος σε κρίση, χρησιμεύουν ως μια υπενθύμιση ότι αυτό το είδος του διεθνούς ακτιβισμού, χτισμένο πάνω σε σχέσεις πραγματικής αλληλεγγύης, δεν είναι μόνο στρατηγικός, αλλά ζωτικής σημασίας στόχος. Και όπως έλεγαν οι φοιτητές, εργάτες και αγρότες που έστησαν μπλόκα πριν από δεκαπέντε χρόνια Jallalla Cochabamba!

Η Philippa DeBossier είναι μία από τους συγγραφείς της έκθεσης, Corporate Conquistadors.

 Gente enojada

(1) Περισσότερες πληροφορίες εδώ

(2) Χρονολόγιο των γεγονότων της Cochabamba

(3) To πρωτότυπο άρθρο μπορεί κανείς να βρει εδώ

(4) Τα γεγονότα της περιόδου, αναφέρονται στην ταινία “Even the rain”του Iciar Bollain (2010) καθώς και στο ντοκιμαντέρ με τίτλο “The Corporation”(2003).

(5) Ο όρος «συναίνεση της Ουάσινγκτον» εμφανίστηκε το 1989, από τον οικονομολόγο John Williamson και αναφέρεται στην ταύτιση απόψεων διαφόρων οργανισμών, ισντιτούτων και δεξαμενών σκέψης (think tanks) νεοφιλελεύθερης κατεύθυνσης που εδρεύουν στην ομώνυμη πόλη των ΗΠΑ, (Δ.Ν.Τ. η Παγκόσμια Τράπεζα κ.α.) και οι οποίες αφορούν μέτρα που πρέπει να εφαρμοστούν από τις χώρες της Λ.Αμερικής, προκειμένου να ανακάμψουν από τις οικονομικές κρίσεις της δεκαετίας του 80’. Μεταξύ των μέτρων περιλαμβάνονται: οι άμεσες ξένες επενδύσεις, η ιδιωτικοποίηση των δημοσίων επιχειρήσεων, η δημοσιονομική πειθαρχία με σκοπό την ελαχιστοποίηση των ελλειμμάτων, η φορολογική μεταρρύθμιση προς όφελος των επιχειρήσεων, η παύση των επιδοτήσεων ή ενισχύσεων, η άρση των περιορισμών στα εισαγόμενα προϊόντα και τις επιχειρήσεις, άρση της προστασίας των ντόπιων προϊόντων, ενίσχυση της ιδιοκτησίας, μείωση των δημοσίων δαπανών κ.α. Η αποτυχία των μέτρων οδήγησε τον J.Wiliamson στην υιοθέτηση του όρου «After the Washington Consensus» (μετά την συναίνεση της Ουάσινγκτον) που και αυτός αμφισβητείται. Δες εδώ, εδώ  και εδώ.

(6) Ολόκληρη η έκθεση εδώ.

(7) Η Βολιβία και γενικότερα οι περισσότερες χώρες της N.Αμερικής, είναι υπερχρεωμένες και με την συνεργασία των ντόπιων αστικών τάξεων, επιβάλλονται συνεχώς μέτρα «ανόρθωσης της οικονομίας» τους, εις βάρος φυσικά της μεγάλης πλειοψηφίας των κατοίκων τους. Τα μέτρα αυτά αποτελούν απαραίτητο όρο για την χρηματοδότηση των χωρών αυτών από το διεθνές κεφάλαιο, μέσω των σχετικών μηχανισμών του: Παγκόσμια Τράπεζα, Διεθνές Νομισματικό Ταμείο κ.α.

(8) Με τον όρο Άμεσες Ξένες Επενδύσεις εννοούμε τις επενδύσεις που γίνονται από πολυεθνικές εταιρίες σε μια χώρα, με την προϋπόθεση του ελέγχου από τις ίδιες και την ύπαρξη όσο το δυνατόν λιγότερων περιορισμών στην λειτουργία τους. Η επένδυση μπορεί να έχει τον χαρακτήρα εξαγοράς ενός ποσοστού μιας εγχώριας εταιρίας, μετοχών της, χρηματοδότησής της ή δημιουργίας μιας θυγατρικής. Υποτίθεται ότι το κατάλληλο ποσοστό συμμετοχής είναι 10%, ωστόσο μέσου του ελέγχου της χρηματοδότησης, της τεχνολογίας και (κυρίως) του management, η πολυεθνική αποκτά τον πλήρη έλεγχο, ανεξαρτήτως του ποσοστού.Οι υποστηρικτές τέτοιου είδους επενδύσεων ισχυρίζονται ότι έτσι παρακάμπτεται η γραφειοκρατία και ένα πιθανόν διεφθαρμένο καθεστώς, ενώ στην πραγματικότητα υπάρχει άμεση, εμπλοκή τόσο στην διαδικασία της επιλογής επενδυτή, όσο και κατά την διάρκεια λειτουργίας της εταιρίας (έλεγχοι τήρησης των όρων), κάτι που μεταφράζεται στις περίφημες μίζες. Επίσης λιγότεροι περιορισμοί λειτουργίας σημαίνει υποβάθμιση των σχέσεων και των συνθηκών εργασίας, των περιβαλλοντολογικών κανόνων και της ζωής των τοπικών κοινωνιών. Πιο αναλυτικά εδώ.


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.