Ο ΧΡΥΣΟΣ ΤΟΥ ΚΙΛΚΙΣ. Μια σύντομη ιστορική αναδρομή


Από τη ΓΝΩΜΗ ΚΙΛΚΙΣ. Ωραία ιστορική αναδρομή σε δύο μέρη (πρώτο εδώ– δεύτερο εδώ) που εμείς δημοσιεύουμε μαζί.

Δείτε και το σχετικό δικό μας Το μυστηριώδες μεταλλείο χρυσού Αβρέτ-Χισάρ.

Γράφει ο Θανάσης Βαφειάδης
Αγρ. Τοπογράφος μηχ – πολεοδόμος

 

Αντί προοιμίου

Η συζήτηση ή ορθότερα η πολεμική που έχει ξεσπάσει -και δικαίως- για την εκμετάλλευση του χρυσού που κρύβει στα σπλάχνα της η κιλκισιώτικη γη καλά κρατεί. Δεν είμαι γνώστης του θέματος, για την ακρίβεια γνωρίζω ελάχιστα πράγματα, γι αυτό και δεν πρόκειται να αναφερθώ στο κεφαλαιώδες αυτό ζήτημα. Έχω όμως την αίσθηση, ακούγοντας συναδέλφους και φίλους μου Χαλκιδικιώτες, που εμπιστεύομαι την κρίση τους και εκτιμώ την εντιμότητά τους, ότι η εκμετάλλευση των όποιων χρυσοφόρων κοιτασμάτων θα μετατρέψει την περιοχή μας σε σεληνιακό τοπίο και οι περιβαλλοντικές συνέπειες θα είναι καταστροφικές και διαρκέσουν επί πολύ.

Είμαι επίσης σίγουρος ότι από την εκμετάλλευση αυτή, αν γίνει, γεγονός που απεύχομαι, το ελληνικό δημόσιο θα εισπράξει ψιχία ενώ οι «χρυσοκάνθαροι» θα θησαυρίσουν αδιαφορώντας προκλητικά για τον αν η ασύδοτη κερδοφορία τους πραγματοποιείται εγκληματικά σε βάρος μας και σε βάρος των παιδιών μας. Ταυτόχρονα όσοι ευελπιστούν ότι θα εξασφαλίσουν δουλειά στα χρυσορυχεία, που δεν επιθυμούν αλλά εναγωνίως τη χρειάζονται, θα διαψευστούν οικτρά. Οι ελάχιστοι που θα δουλέψουν θα αμειφθούν με μεροκάματα πείνας, ενδεχομένως χειρότερα και από αυτά που προσπαθεί να επιβάλλει το μαύρο μέτωπο της μνημονιακής συμμαχίας.

Το ζήτημα βεβαίως της εκμετάλλευσης του πολυτιμότερου των μετάλλων δεν είναι καινοφανές για τον τόπο μας και σε αυτή την ιστορική του διάσταση πρόκειται να αναφερθώ παρακάτω.

Οι χρυσοσυλλέκτες ή ψηγματοσυλλέκτες

Χρυσωρύχος είναι η γενική ονομασία του ασχολούμενου με την εξαγωγή του χρυσού, που βρίσκεται είτε σε προσχώσεις ποταμών είτε στο εσωτερικό της γης. Η εξαγωγή του χρυσού των προσχώσεων γινόταν στο παρελθόν από πλύντες χρυσού, που ονομάζονταν χρυσοσυλλέκτες ή ψηγματοσυλλέκτες. Στη βυζαντινή εποχή συναντώνται ως χρυσολέκται ή αμμοπλύται.

Οι δυο μέθοδοι που χρησιμοποιούσαν οι πλύντες αυτοί ήταν γνωστοί από την αρχαιότητα και εφαρμόζονταν με τον ίδιο, σχεδόν απαράλλαχτο τρόπο, μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα. Στην πρώτη μέθοδο, το υλικό της κοίτης των χρυσοφόρων χειμάρρων, η χρυσίτις άμμος, τοποθετούνταν μέσα σε μικρή ξύλινη σκάφη και μισοβυθιζόταν μέσα στο νερό. Με αλλεπάλληλους κραδασμούς και παλινδρομικές κινήσεις το γαιώδες υλικό βαθμιαία παρασυρόταν και τελικά απέμενε ο χρυσός στον πυθμένα της σκάφης. Σύμφωνα με τη δεύτερη μέθοδο, τοποθετούνταν δέρματα μέσα στους χείμαρρους, ιδίως μετά από βροχή και ο χρυσός που παρασύρονταν από τα νερά συγκρατούνταν από τις τρίχες του δέρματος. Ο Γάλλος διπλωμάτης, περιηγητής και ιστοριογράφος Πουκεβίλ στο βιβλίο του «Ταξίδι στην Ελλάδα, Μακεδονία – Θεσσαλία» περιγράφει τους χρυσοσυλλέκτες που συνάντησε στο μικρό Δεβόλη, έναν από τους παραποτάμους του Αλιάκμονα:

Εκεί είδαμε τσιγγάνους να ψάχνουν για ψήγματα χρυσού που το ποτάμι παρασύρει με την άμμο του. Μερικοί άλλοι ήταν σκορπισμένοι στην ακροποταμιά και χτένιζαν τη λάσπη για να εκμεταλλευθούν το περιεχόμενό της, άλλοι τραβούσαν μέσα από τα νερά του ποταμού προβιές ή παλιές μάλλινες βελέντζες, που τις βουτούν εκεί για να παγιδεύουν τα ψήγματα. Άλλοι πάλι ξέπλεναν μέσα σε κάδους αυτά τα πολύτιμα ρινίσματα, κι ήταν όλοι απασχολημένοι με μια δουλειά που δεν αποφέρει κέρδη σε κανέναν. Η διαδικασία αυτή τράβηξε την προσοχή μου, γιατί παρουσίαζε πολλές ομοιότητες μ’ εκείνην που περιγράφει ο Αππιανός, όταν μιλάει για τους χρυσοσυλλέκτες, που κατοικούσαν στα μέρη του Καυκάσου. Αυτοί εδώ μου έλεγαν ότι έστηναν τα εργαστήριά τους σ’ όλη την έκταση που περιλαμβάνεται ανάμεσα στις πηγές του Αλιάκμονα και την κατωφέρεια της Φυλής, μέσα στο βιλαέτι των Γρεβενών, μια περιοχή όμως όπου ο ποταμός, έχοντας γίνει πιο ορμητικός και πιο βαθύς, δεν τους επιτρέπει να εκμεταλλεύονται πλέον το μετάλλευμα που συμπαρασύρει με τις προσχώσεις του. Όταν τους ρώτησα ποιες είναι οι ασχολίες τους την εποχή των βροχών, μου αποκρίθηκαν ότι τότε σκαλίζουν ξύλινα σκαφίδια, και πλέκουν καλάθια από καλάμια, που τα πηγαίνουν στις γειτονικές πόλεις, όπου πουλούν επίσης και το χρυσάφι τους σε μορφή ράβδων.

Ο χρυσοφόρος Εχέδωρος

Στην περιοχή του Κιλκίς αυτές οι δυο μέθοδοι ανεύρεσης χρυσού εφαρμόζονταν στις προσχώσεις του Γαλλικού ποταμού, ο οποίος μάλιστα ονομαζόταν Εχέδωρος, εξαιτίας των ψηγμάτων χρυσού που σε αφθονία υπήρχαν στην κοίτη του. Η ονομασία αυτή οφείλεται στον πατέρα της ιστορίας Ηρόδοτο και σημαίνει «αυτός που έχει δώρα». Τα δώρα του ποταμού δεν ήταν άλλα από τα ψήγματα χρυσού τα οποία βρίσκονταν στη μάζα των φερτών υλικών που συμπαρέσυρε στο διάβα του.

Στο ετυμολογικό λεξικό Etymologicum Magnum, που γράφηκε στα μέσα του ΙΑ αι. από άγνωστο λεξικογράφο, καταγράφεται η εκμετάλλευση της χρυσοφόρας κοίτης του ποταμού και εξηγείται η προέλευση της ονομασίας του:

Εχέδωρος: Ποταμός Μακεδονίας, ο πρότερον Ηδωνός καλούμενος. Ο έχων (φησί) δώρα. Χρυσού γαρ καταφέρων ψήγματα, οι εγχώριοι αρύονται, δέρματα αιγών κείραντες και καθιέντες εις το ύδωρ. Η από Δώρου τινός Αρκάδος, αρίστου τα πολεμικά. Ός συμμαχών Αλεξάνδρω τω Φιλαδέλφω, εμπεσών τω ποταμώ αίτιος γέγονε της ονομασίας.

Την εποχή της Τουρκοκρατίας όχι μόνο κάτοικοι του Κιλκίς αλλά και χρυσοθήρες από διάφορες περιοχές, εξασφάλιζαν τα προς το ζην ή συμπλήρωναν το εισόδημά τους, ξεπλένοντας την άμμο της κοίτης του ποταμού και των γειτονικών χειμάρρων, όπου εύρισκαν μικρές ποσότητες χρυσού. Στην έκθεση του Εμμ. Γιαννόπουλου «περί του χρυσού της περιφερείας Κιλκίς», που υπογράφεται στις 16.4.1915 και αποστέλλεται προς τη Γενική Διεύθυνση Μακεδονίας, περιγράφεται η δραστηριότητα αυτή:

Το γεγονός όμως ότι οι Βούλγαροι, Πομάκοι υπό των Οθωμανών καλούμενοι, προσήρχοντο κατ’ έτος (κατά την εποχήν του θέρους) εις το Κιουρκούτ προς χρυσοθηρίαν και ωφελόντο σημαντικώς εκ της συλλογής χρυσού, πιστοποιείται ου μόνον υπό των κατοίκων της περιφερείας Κιλκίς και των πέριξ χωρίων. Εν τη διακλαδώσει Παπράτ – Κιουρκούτ ευρέθησαν κόκκοι χρυσής άμμου ευμεγέθεις, ούτως ώστε ηδύναντο και ταχέως να συλλαμβάνωσι αυτήν, έστω και δια των πρωτογόνων λαβίδων, μη ενδιαφερόμενοι αν τοιουτοτρόπως χρυσοθηρούντες άφηναν ανέπαφον το μεγαλύτερο μέρος της χρυσής άμμου όπερ ή δεν ήτο ορατόν αυτοίς ή ένεκα της μικρότητος των κόκκων δεν ήτο ευθηπόληπτον. Άλλωστε οι τροβαδούροι αυτού του χρυσού κερδίζοντας αρκετά εκ της πλημμελούς ταύτης χρυσοθήρας δεν είχαν λόγους να επεκτείνουν την χρυσοθήραν των υπερβαίνοντες τα όρια των δυνάμεων των. Είναι βεβαιωμένον ότι έκαστος πομάκος χρυσοσυλλέκτης εκέρδιζεν ημερησίως ημισείαν κατά μέσον όρον οθωμανικήν λίραν. Δι’ ανθρώπους τοιούτους πλάνητας και τυχοδιώκτας, κατά πάσαν πιθανότητα και αστέγους, ημερήσιον κέρδος έστω και ολιγώτερον ημισείας οθωμανικής λίρας ήτο κατά την εποχήν μάλιστα εκείνην της μεγάλης ευθύνιας, μέγιστον.

Η δραστηριότητα αυτή κάποια στιγμή απαγορεύτηκε από την Οθωμανική Διοίκηση, όπως προκύπτει από τα απομνημονεύματα του Α. Γαλάνη που ήταν Υποδιοικητής Κιλκίς το 1916:

Οι Τούρκοι του Αμπάρκιοϊ μού δωσαν την πληροφορία για τον χρυσό του Γαλλικού ποταμού. Στα παληά χρόνια κοσκίνιζαν οι παππούδες τους την άμμο και μάζευαν χρυσό, τους έκαμε όμως –διασάκ (απαγόρευση) – το Δοβλέτι.

Μετά την απελευθέρωση, πρώτα το 1915 και αργότερα το 1924 -1931, έγιναν προσπάθειες από το ελληνικό κράτος για την ανακάλυψη χρυσοφόρων φλεβών, οι οποίες όμως απέβησαν άκαρπες. Βέβαια, η εξόρυξη του χρυσού από τις προσχώσεις των χειμάρρων συνεχίστηκε με τη μορφή της ατομικής εκμετάλλευσης. Οι ποσότητες του εξαγόμενου χρυσού δεν ήταν διόλου ευκαταφρόνητες, όπως προκύπτει από διάσπαρτα στοιχεία αυτής της περιόδου. Το 1922 επί παραδείγματι 100 κιλά καθαρού χρυσού διοχετεύθηκαν συνολικά προς πώληση στην αγορά, από τους χωρικούς της περιφέρειας Κιλκίς. Σχετικό ήταν το δημοσίευμα στην εφημερίδα ΦΩΣ της Θεσσαλονίκης την 1-10-1922:

Εις την περιφέρειαν του Καραντάγ εβεβαιώθη η παρουσία στρωμάτων χρυσοφόρου πυρίτου. Αλλά παρά την επίσημον βεβαίωσιν περί της υπάρξεως χρυσού, ουδεμία επιστημονική μελέτη εγένετο η οποία να βεβαιώση την εκμετάλλευσιν τοιούτου μεταλλεύματος. Εις την περιφέρειαν την εκτεινομένην νοτίως του Καραντάγ και την οποία διέρχονται οι ποταμοί Αξιός και Γαλλικός ευρίσκεται επίσης χρυσός εις μεγαλυτέραν ποσότητα, είτε εις την άμμον είτε εις μικρούς κόκκους αναμεμιγμένους με κρύσταλλα μαγνητικού σιδήρου. Τοιούτος χρυσός κατά τας ημέρας μας συνελέγη παρά χωρικών εις μικράς ποσότητας. Εχρειάσθησαν τέσσαρες ημέρες εις ένα χωρικόν δια να συγκεντρώση εν γραμμάριον χρυσού. Τουναντίον εις την πόλιν του Κιλκίς μετεφέρθησαν από τους χωρικούς των πέριξ της πόλεως εκατόν χιλιόγραμμα χρυσού ετοίμου προς πώλησιν συλλεγέντα εις διάστημα ενός έτους.

Δεύτερο Μέρος: Το μεταλλείο χρυσού Αβρέτ – Χισάρ στη δεκετία του 1920

Το ελληνικό κράτος δεν είχε ποτέ κανένα πρόβλημα να συμβάλλεται με τους χρυσοθήρες και αυτό έκανε για την αναζήτηση του χρυσού του Κιλκίς, δημοσιεύοντας το 1920 το νόμο 2414 «περί παραχωρήσεως του μεταλλείου χρυσού Αβρέτ – Χισσάρ». Μόνο που τότε διαπραγματευόταν στοιχειωδώς τα οικονομικά ανταλλάγματα, ενώ τώρα δια των υπουργών του και των λοιπών αρμοδίων ξεπουλά όσο – όσο γην και ύδωρ, λες και τα φυσικά αυτά διαθέσιμα τους δόθηκαν ως πατρική κληρονομιά ή ως γονική παροχή.

Ας δούμε λοιπόν τι προέβλεπε αυτός ο νόμος, που τον υπέγραφε στις 5 Ιουνίου 1920 ο βασιλεύς Αλέξανδρος, ο οποίος το διάστημα εκείνο έκανε διακοπές εις Παρισίους, επιδιδόμενος στο μόνο πράγμα που ήξερε να κάνει καλά: να τρέχει άσκοπα με το αγωνιστικό του αυτοκίνητο.

Η σύμβαση υποχρέωνε τον ανάδοχο Λαδίσλαο Κασβίνσκι

να καταβάλη επί ποινή εκπτώσεως εις το δημόσιον ταμείον επί πλέον των επί των μεταλλείων φόρων και τους εξής:

1. Στρεμματικόν φόρον 10 λ. κατά στρέμμα.
2. 5% του παραγόμενου χρυσού. Πάσαι αι καταβολαί οιουδήποτε φόρου θα γίνωνται εις χρυσόν, υπολογιζόμενον εις την τρέχουσαν τιμήν.
3. 5% επί της καθαράς προσόδου του μεταλλείου, ως αύτη υπολογίζεται δια τον αναλυτικόν φόρον της κατηγορίας Δ του νόμου 1640 (φορολογία κερδών εμπορικών και βιομηχανικών επιχειρήσεων).

Η σύμβαση θα εξακολουθούσε να ισχύει μόνον εφόσον ο ανάδοχος αποδείκνυε εντός έτους από τον καταρτισμό της, την ύπαρξη εκμεταλλεύσιμου κοιτάσματος χρυσού. Το πιο ενδιαφέρον σημείο της σύμβασης, που θα έκανε τους σημερινούς κατοχικούς υπουργούς να ανατριχιάσουν, ήταν η πρόβλεψη για τη σύνθεση της εταιρείας:

η τυχόν συσταθησόμενη δια την εκμετάλλευσιν του μεταλλείου Εταιρεία υποχρεωτικώς θα είνε Ελληνική. Τα δύο τρίτα των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου δέον να ώσιν Έλληνες υπήκοοι.

Όλα τριγύρω αλλάζουνε αλλά οι χρυσοθήρες μένουν

Τέσσερις μήνες και μια εβδομάδα μετά την δημοσίευση του νόμου ο Αλέξανδρος επρόκειτο να βρει το πλέον άδοξο θάνατο υποκύπτοντας στο δάγκωμα ενός πιθήκου ονόματι … Μαρξ. Την 1η Νοεμβρίου ο Βενιζέλος έχασε τις εκλογές και ο νέος πρωθυπουργός Γούναρης, όπως έγραφε ο Κ. Φαλτάιτς,

εθεώρησε τον Κασβίνσκυ ως τυχοδιώκτην και ηρνήθη να επιτρέψη πάσαν άδειαν ερεύνης, την οποίαν εθεώρει ως τυχοδιωκτικήν και απάδουσαν εις την αξιοπρέπειαν του Κράτους.

Ο Κασβίνσκι όμως δεν απελπίστηκε. Παρουσιάστηκε στο βασιλιά Κωνσταντίνο και κατόρθωσε βοηθούμενος από βουλευτές της Θεσσαλονίκης να τον πείσει να ενδιαφερθεί για το μεταλλείο του χρυσού στην περιοχή του Κιλκίς. Η Εθνική τράπεζα, έχοντας εκφρασμένη τη θέληση του άνακτος και της κυβέρνησης συμβλήθηκε το 1922 με τον Κασβίνσκι και χρηματοδότησε τις δαπάνες των δοκιμαστικών εργασιών για την ανακάλυψη της χαμένης φλέβας χρυσού. Το τι έγινε στη συνέχεια περιγράφει ο Φαλτάιτς, στο σχετικό άρθρο του στη Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια:

Παρά τα χωρία Κιοσσέ Αμορτσαλί (Δίβουνο) του Αβρέτ Ισάρ ανωρύχθη ένα φρέαρ τριάντα μέτρων βάθους αλλ’ η φλέβα δεν ανεκαλύφθη. Ο Κασβίνσκυ δικαιολογούμενος είπεν ότι ηπατήθη εις τους υπολογισμούς του αλλά η Εθνική Τράπεζα, η οποία εδαπάνησε πολλάς δεκάδας χιλιάδων δραχμών δια τας εργασίας αυτάς, δεν ηννόει να δώση άλλα χρήματα δια την συνέχισιν των ερευνών. Ο Κασβίνσκυ εν τούτοις έπεισε και πάλιν την Εθνικήν Τράπεζαν η οποία του παρεχώρησε νέα διορίαν ερεύνης, διορίαν τριών μηνών, η οποία παρήλθε τον Νοέμβριον του 1923 άπρακτος. Ο Κασβίνσκυ επέμεινε και πάλιν ότι χρειάζεται διόρυξις περισσοτέρων του ενός δοκιμαστικών φρεάτων προς ανακάλυψιν της καλυφθείσης από τας προσχώσεις χρυσοφόρου φλέβας, επι πλέον δε ωνόμαζε διαφόρους εμπόρους της Θεσσαλονίκης προς τους οποίους προ εικοσιπενταετίας είχε πωλήσει ράβδους χρυσού.

Φυσικά ο Κασβίνσκι δεν βρήκε το ορυχείο χρυσού παρά τις γεωτρήσεις που έκανε. Τα ίχνη της αναζήτησης του σύντομα χάθηκαν από τη κιλκισιώτικη γη. Τα ίχνη όμως που θα αφήσουν οι νέοι Κασβίνσκηδες, που ετοιμάζονται να έρθουν, φοβάμαι ότι θα μείνουν ανεξίτηλα, αφού θα διαγουμίσουν κυριολεκτικά τη γη μας.


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.