Η ιστορία του μοναδικού κατοίκου και «φύλακα» του δάσους των Σκουριών #skouries


Του Κώστα Παπαντωνίου

Ο Γιώργος Καλύβας πέθανε πριν από λίγες μέρες από την καρδιά του, καταρρακωμένος από τη συνέχιση της καταστροφής

Πέντε χρόνια ακριβώς μετά, λες και η ημερομηνία είναι στοιχειωμένη, γράφτηκε στις Σκουριές μία ακόμη μελανή σελίδα. Τη Δευτέρα 20 Μαρτίου ο 63χρονος Γιώργος Καλύβας, ο μοναδικός κάτοικος στο δάσος των Σκουριών, έφυγε ξαφνικά από τη ζωή προδομένος από την καρδιά του, για την οποία όλοι έχουν να λένε τα καλύτερα. Πέντε χρόνια πριν, πάλι 20 Μαρτίου, υποστηρικτές της “επένδυσης” είχαν επιτεθεί σε κατοίκους σε αυτοσχέδιο φυλάκιο που είχαν φτιάξει στην περιοχή και το διέλυσαν.

Όπως σημειώνουν στην “Α” ο Γιώργος και η Φωτεινή, αδελφικοί του φίλοι από το γειτονικό χωριό, τη Μεγάλη Παναγιά, το νήμα της ζωής του το ροκάνισαν όσοι υπερασπίστηκαν την εξόρυξη χρυσού. “Ορφάνεψε το βουνό” προσθέτουν με καημό και προτρέπουν, για να τον καταλάβουμε καλύτερα, να διαβάσουμε το ποίημα “Μη σημαδέψεις την καρδιά μου” του αγαπημένου του Τάσου Λειβαδίτη.

Πιο κάτω αναδημοσιεύουμε ρεπορτάζ για την ιστορία του Γ. Καλύβα από παλαιότερο οδοιπορικό της «Αυγής» στις Σκουριές και στο βουνό Κάκαβος (2.2.2014).

“Ζω στο στόμα του λύκου και κινδυνεύω να με καταπιεί”

Ένα από τα λιγοστά παλιά δρομάκια στις Σκουριές οδηγεί στο σπίτι του Γιώργου Καλύβα. Είναι το μοναδικό που έχει απομείνει στον Κάκαβο, καθώς μετά το 1960 οι περισσότερες οικογένειες αποφάσισαν να στραφούν σε πόλεις και χωριά μιας και η αγροτική αυτοκαταναλωτική ζωή ίσα που τους συντηρούσε. Στα 60 του ο Γ. Καλύβας μετά από 30 χρόνια στο βουνό, τα τελευταία 10 μόνιμα, βλέπει μέρα με τη μέρα τον τόπο που αγάπησε και συνδέθηκε μαζί του περισσότερο κι απ’ ό,τι με τους ανθρώπους να καταστρέφεται.

«Πονάει η ψυχή μου όταν ακούω το πριόνι» λέει και βουρκώνει. Μας κερνάει βιολογικό κρασί και καρύδια απ’ τα χωράφια του. «Τα κληρονόμησα απ’ τον παππού μου, ανήκουν στην οικογένειά μου από την τουρκοκρατία και μετά». Από αυτά τα χωράφια ζει, καθώς προμηθεύει με κάστανα, καρύδια, κεράσια, ακτινίδια και μέλι τα γύρω χωριά και τη Θεσσαλονίκη.

Για τα εργοτάξια της Eldorado Gold και τις παρεμβάσεις της λέει πως είναι στο στόμα του λύκου και κινδυνεύει να τον καταπιεί. Τις προάλλες κόντεψε να έρθει στα χέρια μ’ έναν τοπογράφο που χωρίς ειδοποίηση πετσόκοψε ένα δέντρο απ’ το χωράφι του. «Μου είπε πως θα πάρω λεφτά. Δεν τα θέλουμε τα λεφτά τους. Τι να τα κάνεις τα λεφτά αν δεν έχεις ζωή;».

Στον Κάκαβο ο Γ. Καλύβας ανέβηκε πρώτη φορά όταν ακόμα πήγαινε στο Γυμνάσιο. «Ήταν κεραυνοβόλος έρωτας που λέμε». Είχε όμως προλάβει να αγαπήσει το μέρος πρώτα από τις ιστορίες της μάνας του. «Παλιά ζούσαν αρκετές οικογένειες εδώ, με τα ζώα και τις καλλιέργειές τους. Έφτιαχναν μόνες το ψωμί, έτρεφαν κανένα γουρουνάκι ή κάνα γίδι, ωστόσο δεν άντεξαν πολύ. Για πολλά χρόνια έρχονταν την άνοιξη και κόσμος απ’ τη Μεγάλη Παναγιά που έβαζε φασολιές ή καλαμποκιές κι έμενε». Τα κτήματα με τον χρόνο εγκαταλείφθηκαν. Το χειρότερο ήταν ότι πουλήθηκαν στην ΤVX στις αρχές του 1990 και κάποια τώρα. «Τότε δεν ήξερε ο κόσμος τι συνέβαινε. Προσέφεραν λεφτά κι εκείνοι το έβλεπαν σαν ευκαιρία». Μπροστά στην προοπτική για «μεγάλη ζωή», ο ίδιος επέλεξε να μην βάλει την υπογραφή του σε μια διαφαινόμενη από τότε καταστροφή.

Στο χωράφι ο Γ. Καλύβας αφιερώνει το μεγαλύτερο κομμάτι της μέρας. Σκάλισμα, ξεχορτάριασμα, πότισμα αποτελούν τις βασικές ασχολίες. Το φθινόπωρο τρυγάει τα μελίσσια από τα πεύκα, ενώ πάντα προσέχει να μην έχει κάτω από τις καρυδιές πέτρες, «γιατί τα καρύδια πρέπει να πέσουν και να σπάσουν φυσιολογικά». Όταν τελειώνει, διαβάζει. Τον τελευταίο καιρό ποιήματα του Λειβαδίτη.

Η ζωή του έχει αλλάξει σημαντικά. «Για να πάω στη Μεγάλη Παναγιά κάνω ολόκληρο κύκλο. Με πληγώνουν η ασχήμια και η καταστροφή που προκαλούν. Στην καρδιά του δάσους μπήγεται ένα μαχαίρι. Ένα δάσος που σε κάθε 20 μέτρα βλέπεις 20 διαφορετικά είδη». Οι επισκέψεις από την αστυνομία έχουν γίνει πια μέρος της ρουτίνας, είναι «προληπτικές». Παράλληλα όμως έχουν αυξηθεί κι οι… επισκέψεις από τα ζώα. «Πριν από δυο βδομάδες άκουγα την μπουλντόζα να δουλεύει κι ένα κοπάδι με 20-25 αγριογούρουνα ήρθε προς το σπίτι. Μου έκαναν ζημιά τ’ άτιμα, γιατί μου έφαγαν τα καρύδια, αλλά δεν φταίνε αυτά, μετατοπίζονται γιατί χάσανε τον βιότοπό τους». Για πρώτη φορά είδε επίσης το ποτάμι να έχει αφρούς. Στο ίδιο ποτάμι ο κόσμος τα καλοκαίρια κάνει μπάνιο. «Μπορεί το βουνό να μην κατοικείται, αλλά έχει επισκέπτες. Υπάρχουν πολλοί που έρχονται για μανιτάρια, να πάρουν κάνα ξεράδι για το τζάκι ή για κυνήγι».

Ο Κάκαβος, Άκαβος όπως τον λένε οι ντόπιοι γιατί δεν πιάνει ποτέ φωτιά, είναι κι ένας ιστορικός τόπος, μ’ εμβληματικό χαρακτηριστικό του την αντίσταση. “Στην κορυφή του βουνού ήταν ένα από τα στρατηγεία των ανταρτών του ΕΑΜ». Στον αγώνα για «μια εξόρυξη που δεν θα γίνει ποτέ» ο Γ. Καλύβας συμμετέχει κανονικά. «Έχουμε φάει ξύλο από τα ΜΑΤ κι έχουμε κινδυνεύσει. Είναι μεγάλη υπόθεση το ότι τόσοι άνθρωποι και χωριά αντιστέκονται» σημειώνει και παρομοιάζει το κράτος με μητριά των παραμυθιών, ευελπιστώντας ότι και τώρα τα κακόβουλα σχέδια δεν θα ευδοκιμήσουν.

Aπό την ΑΥΓΗ


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.