“Οι Επίμονοι Χρυσοθήρες και το Δικαίωμα στη Ζωή και Φύση”


Εισηγηση του Μιχαηλ Δεκλερη,
Προεδρου Επιμελητηριου Περιβαλλοντος και Βιωσιμοτητος, Αντιπροεδρου ΣτΕ ε.τ., στη Συναντηση Ενημερωσης και Διαλογου με θεμα: «Στρατονικη: Ο Βιασμος Ενος Τοπου»

1.
Από τινος χρόνου, η ιστορική και ωραία Χερσόνησος της Χαλκιδικής και ειδικώτερα η περιοχή Στρατωνίου-Στρατονίκης υφίσταται μια επιδρομή από επίμονους χρυσοθήρες, που είναι αποφασισμένοι να ανασκάψουν τα σπλάχνα της γης της για να ιδιοποιηθούν τα υπολείμματα του χρυσού που είχε αυτή κάποτε.  Ως επίμονους αποκαλώ τους χρυσοθήρες εκείνους που αποδέχονται να καθαιρέσουν βουνά ολόκληρα και να δηλητηριάσουν το περιβάλλον για λίγα ψήγματα χρυσού.  Αυτοί και οι όμοιοί τους δεν τα βλέπουν σαν ζωντανά φυσικά οικοσυστήματα, αλλά σαν σωρούς από χώμα που θα το κοσκινίσουν για να αποκτήσουν τα ψήγματα αυτά.  Διότι περί αυτού πρόκειται σήμερα.

Μια πρόσφατη επιδρομή απεκρούσθη ευτυχώς χάρις στο σθένος των κατοίκων και τη Νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας.  Αντιλαμβάνομαι ότι επίκειται η ανανέωση της επιδρομής από άλλους χρυσοθήρες, οι οποίοι έχουν λάβει διοικητικήν άδεια στα πλαίσια προφανώς της δημοσίας πολιτικής, που έχει συμπεριλάβει την εξόρυξη ορυκτών στις πέντε (5) προτεραιότητές της. Φαίνεται ότι η χώρα μας έχει σαγηνευθεί από τις προοπτικές της παγκοσμιώσεως, και πιστεύει ότι διαθέτει ‘συγκριτικό πλεονέκτημα’, όπως λέγεται στην διάλεκτο της παγκοσμιώσεως, με τις δυνατότητες που έχει για την εμπορία της δημόσιας γης και των ορυκτών της, την παραχώρηση λιμένων διαμετακομιστικού εμπορίου, την ένταση του διεθνούς τουρισμού και άλλων δραστηριοτήτων που όλες καταλήγουν στην καταστροφή της ελληνικής φύσεως και του τοπίου της.

2.
Ευρισκόμεθα, λοιπόν, προ μιας παλινδρομήσεως, προς την αγρίαν οικονομικήν ανάπτυξη.  Διότι όντως η παγκοσμίωσις είναι ο αντίπους της βιωσίμου αναπτύξεως. Πρέπει, λοιπόν, να υπενθυμίσωμε στους νοσταλγούς της αγρίας αναπτύξεως, ότι και η Ελλάς, όπως όλες οι άλλες χώρες του κόσμου που υπέγραψαν της Διακηρύξεις και τις Συμφωνίες του Ρίο το 19β92, έχουν δηλώσει την πίστη τους στην φιλοσοφία και το ήθος της Βιωσιμότητος, ή της Βιωσίμου Αναπτύξεως, όπως λέγεται συνηθέστερα.  Η φιλοσοφία αυτή προτάσσει το δικαίωμα στη ζωή και τη Φύση έναντι της κερδοφρενείας. Υπόσχεται την εξημέρωση της αγρίας αγοράς και ένα νέο πολιτισμό στον οποίο οι πνευματικές και ηθικές αξίες θα έχουν του προβάδισμα έναντι του πλούτου και των υλικών αξιών.

Ήθος Βιωσιμότητος σημαίνει ότι όλες οι πολιτικές και οι πράξεις των ανθρώπων πρέπει να γίνουν βιώσιμες, δηλ. να δίνουν το προβάδισμα στη Ζωή και τη Φύση και να απαξιώνουν τον πλούτο.

3.
Για τους Ευρωπαίους, η υποχρέωση να καταστήσουν βιώσιμες όλες τις δραστηριότητές τους επιτάσσεται ευθέως από τις συνθήκες του Μάαστριχτ και του Άμστερνταμ.  Τίθεται, λοιπόν, το ερώτημα που ενδιαφέρει σήμερα:  Είναι νοητή η βιώσιμη εξόρυξη σήμερα, ή και μόνη η ονομασία αυτή αποτελεί λογικήν αντινομία; Πράγμα που άγει κατ’ ανάγκην στο συμπέρασμα ότι η βιωσιμότης απαγορεύει εντελώς την εξόρυξη.

Με το ζήτημα έχει ασχοληθεί το Επιμελητήριο Περιβάλλοντος και Βιωσιμότητος του οποίου έχω την τιμή να προΐσταμαι και έχει αποφανθεί ως εξής:

Η εξορυκτική δραστηριότης είναι η βιαιοτέρα και βαρυτέρα επέμβαση του ανθρώπου στο φυσικό περιβάλλον.  Υφ’ οιασδήποτε συνθήκας και με οιανδήποτε τεχνολογία πραγματοποιουμένη, συνεπάγεται εξ ορισμού:
1. την καταστροφή φυσικών οικοσυστημάτων και ενδιαιτημάτων.
2. αντίστοιχη προσβολή και μείωση της βιοποικιλότητος.
3. την ρήξη της συνοχής των γεωσυστημάτων και την αποσταθεροποίησή των, με σοβαρές εντεύθεν παρενέργειες.
4. την απώλεια και διάβρωση του εδάφους.
5. την αλλοίωση και καταστροφή του φυσικού αναγλύφου και της λειτουργίας του στην περιβαλλοντική ισορροπία.
6. τις εντεύθεν αλλαγές του τοπικού μικροκλίματος.
7. την ένταξη και εξάρτηση του χώρου εξορύξεως από μείζονα υπερτοπικά, ενδεχομένως δε και υπερεθνικά οικονομικά συστήματα, προσδιορίζοντα εν πολλοίς την τύχη του ανθρωπογενούς περιβάλλοντος στο οποίον ανήκει ο χώρος εξορύξεως.
8. την προσβολή και καταστροφή του τοπίου, που είναι ο ύπατος σκοπός της πολιτικής και τάξεως στο χώρο.

Όλες οι ανωτέρω ολέθριες συνέπειες επισυνέβησαν στο παρελθόν σε όλους τους χώρους της εξορύξεως και αψευδείς μαρτυρίες παντού στην χώρα μας είναι οι χαίνουσες πληγές του ελληνικού τοπίου.  Μετά την έναρξη της συνταγματικής προστασίας του περιβάλλοντος, ως πρώτος όρος για την βιωσιμότητα της εξορυκτικής δραστηριότητος ετέθη η υποχρέωση της αποκαταστάσεως του φυσικού περιβάλλοντος στο οποίον αυτή έλαβε χώρα.

Είναι τούτο αρκετό για να καταστήσει βιώσιμη την εξορυκτική δραστηριότητα, εν όψει του ότι δεν αίρει, ούτε αποκαθιστά όλες τις προμνημονευθείσες συνέπειες της εξορύξεως;  Είναι δυνατόν να καταστεί ποτέ βιώσιμη μια ανθρώπινη δραστηριότης που από την φύση της είναι καταστροφική, αφού συνεπάγεται ανάλωση φυσικού κεφαλαίου; Το πρόβλημα αυτό ευρίσκεται σήμερα στο επίκεντρο της διεθνούς προσοχής, εν όψει του ότι η αλόγιστη λεηλασία και σπατάλη των φυσικών πόρων υπενόμευσε το κύρος των τεραστίων οικονομικών συμφερόντων που συνδέονται με την εξόρυξη.

Οι ίδιες οι διεθνείς εξορυκτικές επιχειρήσεις παραδέχονται ότι, εάν αποβλέπουν στο βιώσιμο μέλλον των επομένων γενεών της ανθρωπότητος, δεν μπορούν να συνεχίζουν τις μη βιώσιμες πρακτικές των μέχρι σήμερα.  Εν όψει τούτου, καταβάλλουν προσπάθεια να διαμορφώσουν όρους που θα καταστήσουν βιώσιμη την εξόρυξη, μεταξύ δε τούτων περιλαμβάνουν ιδίως:

Α. την προσπάθεια ελαχιστοποιήσεως των επεμβάσεών των στο περιβάλλον και στην βιοποικιλότητα (Mining Association of Canada, Revised Draft Guiding Principles, Νοέμ. 2001)
Β.  την αναγνώριση ότι τα μικρά νησιά είναι ευπαθείς περιοχές που απαιτούν πολύ υψηλά κριτήρια εκτιμήσεως των επιπτώσεων της εξορύξεως στο περιβάλλον, προτού ληφθεί οιαδήποτε απόφαση γι’ αυτήν (Global Mining Initiative, Sustainable Mining is the 21st century challenge, The Extractive Industries Review, 2002, The Canadian Institute of Mining and Metallourgy, Sustainable Mining in the 21st century, 2002).
Γ.  Την ρητή αναγνώριση της αρχής και ευθύνης για την επιστασία του περιβάλλοντος, δηλ. την φροντίδα (stewardship) και όχι απλώς τον έλεγχο και εκμετάλλευση (International Council on Miming and Metals, Toronto Declaration, 15.5.2002).
Το πιο σημαντικό, όμως, είναι ότι, από της πλευράς των ανθρωπίνων κοινοτήτων στον χώρο των οποίων έλαβε ή λαμβάνει χώρα εξορυκτική δραστηριότης, η αρχή της βιωσιμότητος ερμηνεύεται ότι επιβάλλει την αναστολή της εγκρίσεως νέων εξορυκτικών δραστηριοτήτων, εν όψει των μέχρι τούδε καταστροφών του περιβάλλοντος, ανθρωπογενούς και φυσικού (Statement of the International Mining Workshop, Bali-Indonesia, 24-27 Μαϊου 2002).

4.
Η διαχρονική χρυσολατρεία και χρυσοθηρία, πέραν των εκτεταμένων φυσικών καταστροφών της φύσεως, έχει ήδη επιφέρει την εξάντληση των σημαντικών αποθεμάτων του χρυσού.  Οι επίμονοι χρυσοθήρες σήμερα, αναζητούν τα εναπομείναντα ψήγματα χρυσού με την βοήθεια φονικής τεχνολογίας, ως είναι η μέθοδος της κυανώσεως, καταστρέφοντες παραλλήλως το φυσικόν ανάγλυφο και εκθέτοντες την υγεία των ανθρώπων σε σοβαρούς κινδύνους.  Εδώ επιβάλλεται να ενθυμηθούμε τις διαπιστώσεις της Διακηρύξεως του Βερολίνου για την παραγωγή χρυσού με την μέθοδος της κυανώσεως, που υπέγραψαν διακεκριμένοι Ευρωπαίοι επιστήμονες το 2000, που έχει ως εξής:

α. Επιμελείς επιστημονικές φυσικομαθηματικές (ιδιαίτερα οικοχημικές, βιογεωγραφικές-οικοσυστηματικές, υδρολογικές, γεωχημικές) αναλύσεις τεκμηριώνουν αποφασιστικά ότι η παραγωγή χρυσού με τη μέθοδο της κυάνωσης δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή, επειδή οδηγεί σε διαρκείς βλάβες στο οικοσύστημα.  Οι αναγκαίες τεχνολογίες ασφαλείας (μ.α. μέθοδοι αποτοξίνωσης και εξουδετέρωσης, μείωσης της διαθεσιμότητας π.χ. βαρέων μετάλλων στο οικοσύστημα) βρίσκονται στα σπάργανα της ανάπτυξής τους και δεν μπορούν να εγγυηθούν την ασφάλεια των παραγωγικών διαδικασιών στην παραγωγή χρυσού.  Στα πλαίσια των νομοθετικών προστατευτικών μέτρων που ισχύουν στη Γερμανία και την Ε.Ε. και λαμβάνοντας ιδιαίτερα υπόψη τις διαδικασίες της φυσικής ανακύκλησης και της ρύθμισης των υδάτινων αποθεμάτων, της νομοθεσίας περί χημικών προϊόντων και προστασίας της φύσεως, δεν μπορεί να επιτραπεί η παραγωγή χρυσού με τη μέθοδο της κυάνωσης σε ανοικτούς και ελεύθερους χώρους.

β. Οικοσυστηματικές αναλύσεις επί τόπου δείχνουν ότι ιδιαίτερα για τροπικές περιοχές και εύκρατες ζώνες με απεριοδικά κλιματολογικά φαινόμενα δεν έχουν αναπτυχθεί ή δεν βρίσκονται υπό έλεγχο τεχνολογίες που να είναι σε θέση να ελαχιστοποιούν τους κινδύνους.  Ρήγματα φραγμάτων, διαρροές, ατυχήματα στις μεταφορές (π.χ. Εγκουάτορ 1993, Summitville, Colorado/ΗΠΑ 1993, Harmony Mine, Νότιος Αφρική 1994, Μανίλα/Φιλιππίνες 1995, Omai/Γκουαγιάνα 1995, Homestake Mine, Νότιος Ντακότα/ΗΠΑ 1996, Gold Quarry Mine, Nevada/ΗΠΑ 1997, Kumtor/Κιργκιστάν 1998, Baia Mare/Ρουμανία 2000) καθώς και σειράς μικρότερων ατυχημάτων αποδεικνύουν σε παγκόσμιο επίπεδο ότι οι εν λόγω εταιρείες δεν συμπεριφέρονται με την αναγκαία προσοχή και φροντίδα.

γ. Μια οικονομική ανάλυση δείχνει, ότι οι εταιρείες παραγωγής χρυσού (π.χ. Anglo Gold / Νότιος Αφρική, Goldfields / Νότιος Αφρική, Rio Tinto / UK / Αυστραλία, Newmont / ΗΠΑ, Barrick / Καναδάς, Placer Dome / Καναδάς, ΒΗΡ / Αυστραλία, Normandy / Αυστραλία) εστιάζουν τις δραστηριότητες τους σε φτωχές χώρες με χαμηλό κόστος ανάκτησης, μη επαρκών νομικών προδιαγραφών και ελέγχων.

δ. Αναλύσεις των κοινωνικών επιπτώσεων επί του ντόπιου πληθυσμού και η κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων αποδεικνύουν ότι δεν υπάρχει μακροπρόθεσμα κανένα θετικό αποτέλεσμα από την παραγωγή χρυσού με τη μέθοδο της κυάνωσης.  Τα όποια βραχυπρόθεσμα πλεονεκτήματα που απορρέουν αρχικά από τη δημιουργία π.χ. θέσεων εργασίας, καταλήγουν σχεδόν πάντα στην μόνιμη υποβάθμιση της περιοχής και περαιτέρω χειροτέρευσή της.

ε. Αυτός ο σαφής αρνητικός ισολογισμός δείχνει ξεκάθαρα ότι η ανάκτηση χρυσού με τη μέθοδο της κυάνωσης δεν εναρμονίζεται με τη διακήρυξη του Ρίο του 1992.  Η μέθοδος αυτή καταστρέφει μακροπρόθεσμα τις βάσεις της ζωής και φέρνει σε κίνδυνο το δικαίωμα για κατάλληλη διατροφή.  Η παραγωγή χρυσού με τη μέθοδο της κυάνωσης βρίσκεται σε αντίφαση με την βιωσιμότητα.  Οι δημόσιες χρηματοδοτήσεις για προγράμματα παραγωγής χρυσού πρέπει να σταματήσουν και, όπου είναι αναγκαίο, να αποζημιωθούν ανάλογα οι πληγέντες πληθυσμοί.

5.
Η χρυσολατρεία, βεβαίως, προκαλεί μεταξύ άλλων και την διαστροφή της λογικής που παρατηρείται στους ισχυρισμούς εκείνων που αποτολμούν να αντικρούσουν τις θέσεις της Διακηρύξεως του Βερολίνου, επικαλούμενοι άλλη τεχνολογία.  Δεν είναι στις προθέσεις μου να αντικρούσω τους ισχυρισμούς αυτούς.  Θα πω τούτο μόνον:  Και αν ακόμα δεχθώμεν ότι στασιάζεται επιστημονικώς η επικινδυνότης ωρισμένων μεθόδων για την ανάκτηση των ψηγμάτων του χρυσού, και μόνον το απλούν και οφθαλμοφανές γεγονός ότι απαιτείται η εξόρυξις ενός (1) τόνου χώματος για 1-5 γραμμάρια χρυσού, καθιστά την εξόρυξη καθ’ εαυτήν τόσον τερατώδη, ώστε να μην τίθεται καν θέμα βιωσιμότητος με την επίκληση οιωνδήποτε μεθόδων ανακτήσεως των ψηγμάτων του χρυσού και αποκαταστάσεως της φύσεως.

Η Χαλκιδική έχει υποστεί πολλά δεινά από εκείνους οι οποίοι εποφθαλμιούν ό,τι έχει απομείνει από τις επιδρομές του παρελθόντος.  Λυπούμαι που πρέπει να πω ότι έχει σωθεί κυρίως χάρις στο σθένος των κατοίκων της και λιγώτερο σε οποιαδήποτε άλλη θεσμική βοήθεια.  Λυπούμαι δε περισσότερο που, παρ’ όλα αυτά, το κράτος με την συμπεριφορά του ενθαρρύνει τους επίμονους χρυσοθήρες.  Εμείς, πάντως, είμεθα εδώ για να αποδοκιμάσωμε τούτο και να δηλώσωμε την συμπαράστασή μας στους αγωνιζομένους κατοίκους της Στρατονίκης.

Το Επιμελητήριο Περιβάλλοντος και Βιωσιμότητος θεωρεί ότι κάθε απόπειρα εξορύξεως χρυσού από παλαιά ή νέα ορυχεία στην περιοχή, στερείται παντελώς βιωσιμότητος και αποτελεί αλόγιστον καταστροφή της φύσεως και προσβολήν του ανθρωπίνου δικαιώματος στην Ζωή και τη Φύση.


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.